Η βουλευτής της Α’ Θεσσαλονίκης  και συντονίστρια της καμπάνιας «ΕΝΑ στα ΠΕΝΤΕ»  μοιράζεται τις σκέψεις της και τα όνειρά της για το μέλλον.

Της Σοφίας Αποστολίδου

Η Έλενα Ράπτη είναι μία νέα γυναίκα με εντυπωσιακή εμφάνιση. Εκείνο όμως που την κάνει να ξεχωρίζει είναι το ακόμα πιο εντυπωσιακό πολιτικό της έργο. Άνθρωπος με έμφυτη ευγένεια και γλυκύτητα, αλλά ταυτόχρονα με πηγαία μαχητικότητα και  δυναμισμό.Ακόμα και  οι πολιτικοί της αντίπαλοι δεν μπορούν παρά να της αναγνωρίσουν τον αγώνα που δίνει κατά της παιδικής κακοποίησης. Για τη βουλευτή της Α’ Θεσσαλονίκης η εξάλειψη της κακοποίησης των παιδιών είναι σκοπός ζωής.Η Έλενα Ράπτη μιλάει για τα πρώτα της βήματα στη πολιτική, για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε στη διαδρομή της.Ακόμα,αποκαλύπτει για ποια πολιτική της δράση αισθάνεται περήφανη και εκμυστηρεύεται πως ονειρεύεται τη Θεσσαλονίκη του αύριο.

Πότε και πώς μπήκε στη ζωή σας η επιθυμία να ασχοληθείτε με την πολιτική;

Από πολύ μικρή είχα τη διάθεση να ασχοληθώ με τη Θεσσαλονίκη και τους ανθρώπους της. Με προσέλκυε κάθε κοινωνική πρωτοβουλία, μου φαινόταν συναρπαστικό να μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο γύρω σου. Το ουσιαστικό βήμα στα κοινά, έγινε με τη συμμετοχή μου στις δημοτικές εκλογές το 1998 και λίγα χρόνια μετά, το 2004 στη κεντρική πολιτική.

Για ποια κοινοβουλευτική σας πρωτοβουλία αισθάνεστε πιο περήφανη;

Για πολλές, θα ξεχωρίσω μια όμως, γιατί αποτελεί και σημείο αναφοράς μιας μεγάλης προσωπικής μου προσπάθειας. Αναφέρομαι στην πρωτοβουλία που ανέλαβα μαζί με άλλες γυναίκες συναδέλφους, για την σύνταξη και ψήφιση του νόμου για την ενδοοικογενειακή βία. Είναι μια στιγμή που ξεχωρίζω και που έχει αξία για κάθε γυναίκα, άνδρα και παιδί που βιώνει οποιασδήποτε μορφής κακοποίηση στο οικογενειακό περιβάλλον.

Εδώ και πολλά χρόνια ασχολείστε ενεργά με την πρόληψη και αντιμετώπιση της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Τι αποτέλεσε έναυσμα για αυτή σας την ενασχόληση;

Για μένα αποτελεί σκοπό ζωής. Δε μπορώ να αδιαφορήσω την ώρα που παιδιά κακοποιούνται. Πρόκειται για μια πανευρωπαϊκή προσπάθεια που ξεκίνησε το Συμβούλιο της Ευρώπης με την καμπάνια «ΕΝΑ στα ΠΕΝΤΕ», την οποία ανέλαβα ως Συντονίστρια της ελληνικής καμπάνιας για την πρόληψη και τον τερματισμό της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης. Μέσα σε επτά χρόνια, ενώσαμε όλες τις θεσμικές δυνάμεις της χώρας, περάσαμε εκατοντάδες χιλιάδες μηνύματα ενημέρωσης μέσα από υλικό που μας έστειλε το Συμβούλιο της Ευρώπης, αλλά και το υλικό που δημιουργήσαμε στην Ελλάδα, δημιουργήσαμε ένα δίχτυ προστασίας για χιλιάδες παιδιά. Προφανώς συνεχίζουμε, με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη, με τη στήριξη της κοινωνίας και του ίδιου του Πρωθυπουργού που δίνει ιδιαίτερο βάρος στον αγώνα για την προστασία των παιδιών.

Ποια είναι η μεγαλύτερη δυσκολία που βιώσατε ως γυναίκα στον πολιτικό στίβο και πώς καταφέρατε να την παρακάμψετε;

Κοιτάξτε, η διαδρομή της πολιτικής έχει και άσφαλτο και χωματόδρομο. Και αυτό συμβαίνει όχι μόνο στα πρώτα χιλιόμετρα της διαδρομής, αλλά σε όλη τη διαδρομή. Με εξαίρεση την αρχική δυσπιστία και τα στερεότυπα που εκφράστηκαν από λίγους για το αν θα βρω τη δύναμη να τα καταφέρω, που γρήγορα διαψεύστηκαν, δε θυμάμαι δυσκολίες και εμπόδια που να μη μπορούν να ξεπεραστούν. Η δύναμη του πολιτικού είναι το έργο του και η σχέση του με τον κόσμο. Δουλεύω ασταμάτητα για τον κόσμο που πιστεύει στις δυνάμεις μου και για την πόλη μου. Έχουμε μαζί επιτύχει νίκες και μάθαμε από τα λάθη μας. Το πρόσημο είναι πολύ θετικό. Το έργο σημαντικό. Η αγάπη του κόσμου που εισπράττω καθημερινά δείχνει πως βαδίζουμε καλά.

Ο Νόμος 4800/2021 με τον οποίο θεσπίζεται το νέο νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τις σχέσεις γονέων-τέκνων μετά το διαζύγιο, δίνει υποχρεωτική συνεπιμέλεια σε αμφότερους τους γονείς. Πώς διασφαλίζεται ότι  παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική παρενόχληση από το οικογενειακό περιβάλλον δεν θα βρεθούν και πάλι σε αντίστοιχο κίνδυνο;

Θεωρώ πως πρόκειται για έναν καλό νόμο που μετά από 40 χρόνια εκσυγχρονίζει τις σχέσεις γονέων και παιδιών, λαμβάνοντας υπόψη τις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες. Επεσήμανα το πρόβλημα αυτό και κατά τη διάρκεια της νομοθετικής διαδικασίας, για το διάστημα που μεσολαβεί από την καταγγελία της κακοποίησης μέχρι την τελεσιδικία. Υπάρχουν νομικά εργαλεία που μπορούν να αντιμετωπίσουν αυτό το θέμα και θεωρώ πως πρόκειται για ένα ζήτημα που μπορούμε να το εμπιστευτούμε στην κρίση των δικαστών.

Συμμετείχατε πρόσφατα στην  ψηφιακή συνάντηση που διοργανώθηκε με πρωτοβουλία της Γραμματείας της Πολιτικής Επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας με θέμα «Για τη Θεσσαλονίκη όπως τη θέλουμε – Κόμβος πολιτιστικής δημιουργίας και ανάπτυξης». Τι θα θέλατε να αλλάξει και τι να μείνει αναλλοίωτο στη Θεσσαλονίκη του μέλλοντος;

Έχω πολλές φορές μιλήσει για τη Θεσσαλονίκη και για την ανάγκη δημιουργίας νέων ευκαιριών πολιτισμού για μια πόλη που έχει ισχυρό πολιτισμικό πρόσημο. Θεωρώ πως ο πολιτισμός είναι για τη Θεσσαλονίκη ευκαιρία ευρύτερης ανάπτυξης και δημιουργίας και ενισχύει το ρόλο της ως κέντρο των Βαλκανίων και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Θέλω να δω πολλά να αλλάζουν, αύξηση της ποδηλατοκίνησης, πιο περιβαλλοντικό κέντρο, περισσότερες ακτοπλοϊκές συνδέσεις, street art. Δε θα ήθελα να αλλάξουμε εμείς. Θέλω να μείνουμε αυτό που είμαστε και να ζούμε τη κάθε μέρα. Την παραλία μας, τη γαστρονομία μας, τη γλυκάδα μας, τα «σε» και τα «με».

Σιγά-σίγα μέσω του σχεδίου “Ελευθερία” προσπαθούμε να “πάρουμε  πίσω” τη ζωή που χάσαμε εξαιτίας της έλευσης του Covid-19.Υπάρχει κάτι που κερδίσαμε από την πανδημία;

Θα ξεκινήσω από αυτά που χάσαμε. Χιλιάδες συμπολίτες μας και θρηνούμε για κάθε ανθρώπινη απώλεια σαν να ήταν δική μας. Η κυβέρνηση διαχειρίστηκε την πανδημία υποδειγματικά. Παρά το ότι είχε απέναντί της μια αξιωματική αντιπολίτευση που εύχονταν να αποτύχει. Στήριξε του εργαζόμενους και την οικονομία. Είχε ευέλικτο σχέδιο για όλα. Κράτησε όρθια την κοινωνία. Και από την αρχή του χρόνου, με το πρόγραμμα εμβολιασμού «ελευθερώνει» την Ελλάδα και μας δίνει πίσω τη ζωή μας. Τι κερδίσαμε: το ότι η Ελλάδα μπορεί. Αρκεί να έχει Πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη που οργάνωσε άριστα όλες τις διαδικασίες. Η Ελλάδα έκανε τους τελευταίους 15 μήνες όσα ψηφιακά βήματα έγιναν σε 30 χρόνια. Το κράτος ξαναέγινε αξιόπιστο και φιλικό. Οι αγορές και οι επενδυτές μας αναβαθμίζουν διαρκώς, πιστεύοντας στις προοπτικές της χώρας. Η αλληλεγγύη έγραψε νέα ρεκόρ από την πρώτη μέχρι την τελευταία γραμμή της μάχης. Οι Έλληνες αποδείξαμε πως μπορούμε να πειθαρχήσουμε και να συνεργαστούμε.