Ο όρος «ακούω» απέχει από το «υπακούω» – Τι να κάνουμε για να έχει το μήνυμά μας θετική απόκριση.

της Ελένης Τσιμήγκα

Με έχει πιάσει απελπισία, ότι κι αν του πω δεν «με ακούει», ούτε διαβάζει, ούτε συμμαζεύει, ούτε αφήνει το κινητό.

Λιγάκι αν «με άκουγες» δεν θα έμπλεκες έτσι.

Το παιδί μου νομίζω πως έχει πρόβλημα ακοής.. Τη φωνάζω με τον όνομά της, ή της λέω να κάνει κάτι και ούτε γυρίζει να με κοιτάξει.

Αν ταυτίζεστε με κάποια από τις παραπάνω φράσεις, αν έχετε βρεθεί σε αυτή τη θέση τότε σίγουρα έχετε λόγο να συνεχίσετε να διαβάζετε.

Η επικοινωνία είναι αλληλεπίδραση. Κάποιος στέλνει ένα μήνυμα, ο άλλος ακούγοντάς το αποκωδικοποιεί τη σημασία του μηνύματος, απαντάει κι ένας νέος κύκλος επικοινωνίας ξεκινάει. Η επικοινωνία πολλές φορές οδηγεί σε δράσεις. Δράσεις που μπορούν είτε να οδηγήσουν σε ενίσχυση της σχέσης, σύνδεση, καταλαβαίνω τα συναισθήματα και τις ανάγκες του άλλου και συνεργάζομαι, βοηθάω, είτε σε αποσύνδεση, με αυτό που άκουσα νιώθω πως απειλούμαι και αυτόματα ενεργοποιούνται μηχανισμοί μάχης, φυγής, παγώματος ή καταναγκαστικά να γίνω ευχάριστη στους άλλους.

Για να καταφέρω το μήνυμά μου να έχει θετική απόκριση, να οδηγήσει σε κατανόηση, συνεργασία, συνέχεια της συζήτησης, θα πρέπει αρχικά να φροντίσω να μην μοιάζει απειλητικό. Αν ξεκινάω φωνάζοντας, κατηγορώντας τον άλλο, αν του κάνω κήρυγμα προσπαθώντας να τον αναγκάσω να κάνει κάτι παρά τη θέλησή του, αν με τον τρόπο μου ο άλλος νιώθει πως στην επικοινωνία μαζί μου δεν δίνω χώρο για να τον καταλάβω ή πως θα βρει τον μπελά του το πιο πιθανό είναι να μην θέλει να «με ακούσει».

Ένα άλλο σημαντικό κομμάτι είναι να έχω υπόψη μου το αναπτυξιακό στάδιο του παιδιού μου έτσι ώστε οι προσδοκίες μου ως προς το τι να περιμένω να είναι ρεαλιστικές. Όσο και να θέλει πχ ένα νήπιο να «με ακούσει» ο εγκέφαλός του δεν είναι ανεπτυγμένος αρκετά ώστε να το βοηθήσει να συγκρατήσει τις παρορμήσεις και τα θέλω του. Γνωρίζοντάς το αυτό, δεν το παίρνω προσωπικά όταν το παιδί μου δεν θα κάνει αυτό που του ζητάω και παράλληλα με τα λόγια μου θα λειτουργήσω με τρόπους που θα με βοηθήσουν σε αυτό που θέλω ή δεν θέλω να συμβεί, πχ θα βάλω τα μπισκότα που δεν θέλω να φάει πριν το φαγητό σε ένα ψηλό ράφι.

Παράλληλα χρειάζεται αυτά τα οποία λέω να τα υποστηρίζω και με τη συμπεριφορά μου. Οι γονείς είμαστε θέλουμε δεν θέλουμε πρότυπα συμπεριφοράς προς τα παιδιά μας. Και οι πράξεις μας δημιουργούν μεγαλύτερες εντυπώσεις από ότι τα λόγια μας. Ό,τι και να λέω το πιο πιθανό είναι πως το παιδί μου θα κάνει αυτό που κάνω. Πολύ συχνά λοιπόν χρήσιμο είναι να με παρατηρώ πως λειτουργώ εγώ σε σχέση με αυτό στο οποίο νιώθω πως το παιδί μου δεν συνεργάζεται.

Και λέγοντας αυτό το πρώτο πράγμα το οποίο πρέπει να παρατηρήσω στη δική μου συμπεριφορά είναι αν εγώ «ακούω» το παιδί μου όταν μου μιλάει. Κι όταν λέω ακούω εννοώ αν υποδέχομαι αυτό που λέει με σεβασμό, προσπαθώ να καταλάβω τι μου επικοινωνεί και τι χρειάζεται, και δεν κρίνω με δικά μου κριτήρια τη σοβαρότητα αυτού που μου μοιράζεται ούτε του παίρνω την ευθύνη για το τι θα κάνει. Αν δηλαδή όταν το παιδί μου έρθει κλαίγοντας να μου πει πως του πήρε ο φίλος του το πράσινο φτυαράκι του απαντήσω βιαστικά «ε και τι έγινε παίξε με το πορτοκαλί», εκπαιδεύω το παιδί μου να αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο όταν του πω «στεναχωριέμαι πολύ που έσπασες το βάζο μου».

Κλείνοντας θα ήθελα να σας προσκαλέσω να ξεχωρίστε το «ακούω» από το «υπακούω», την πειθαρχία από τη συμμόρφωση και το σεβασμό από την υποταγή. Ξεκινώντας με αυτά ανοίγουμε πολύ χώρο στη δημιουργία μια υγιούς επικοινωνίας στο σπίτι. Μια επικοινωνίας που θα μας βοηθήσει τόσο στο να ακουγόμαστε όσο και στο να ακούμε.

Ελένη Τσιμήγκα

Σύμβουλος Ψυχικής Υγείας – Σύμβουλος Γονεϊκότητας
MA Συμβουλευτική Ψυχολογία – Συστημική Ψυχοθεραπεύτρια

Στρατηγού Καλλιδοπούλου 16 , 54641, Θεσσαλονίκη
6947072492
etsimiga@gmail.com